Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Άρωμα από το νοτισμένο χώμα

 Ένα διήγημα του Αλέξη Πανσέληνου στο κλίμα των ημερών. Ανοιξιάτικο υπαίθριο τοπίο, τυπικός νεοελληνικός βίος. Ελλειπτική αφήγηση, κλιμακωτή ένταση, απρόσμενο τέλος. Εν τέλει, ένα λοξό βλέμμα υπέρ σιωπηλών αδυνάτων, μια συγκινητική προσέγγιση στο θυσιαστικό πνεύμα της παράδοσης.   (Μισέλ Φάις)

Ξημερώνει Σάββατο. Η κορυφή του βουνού ξεχωρίζει πιο φωτεινή και το φεγγάρι μισό γέρνει και θα χαθεί σε λίγη ώρα. Το νοτισμένο χώμα αναδίνει το άρωμά του και τα φυλλαράκια της βερικοκιάς βαραίνουν από δροσοσταλίδες. Βαθιά μέσα στο κούφωμα του πέτρινου φράχτη η σκαντζοχοιρίνα κοιμάται αγκαλιά με τα τρία μωρά της. Οι ελιές στέκουν ακίνητες στην απόλυτη ησυχία ντυμένες με τα ασημένια τους φύλλα. Λίγο λίγο το βουνό αλλάζει χρώμα, το φως κατεβαίνει από την κορυφή του για να το φωτίσει ολόκληρο καθώς ο ήλιος ο πατέρας μας ανασηκώνεται πίσω από τα βουνά του απέναντι νησιού. Οι σκιές στο έδαφος μετακινούνται και σκύβοντας το κεφάλι στο έδαφος μπορείς να παρακολουθήσεις τη βιαστική ζωή που από ώρα έχει αρχίσει ανάμεσα στις πέτρες, μέσ’ από τις σχισμές του και κάτω από το χορτάρι που το σκεπάζει.
 Από τη βεράντα του μικρού σπιτιού έρχεται η μυρωδιά φρέσκου καφέ, σε λίγο ενώνεται μαζί και η μυρωδιά του καπνού. Μια καρέκλα σέρνεται έξω από το σαλόνι. Τον βλέπω με τις πιτζάμες του και ένα μπουφάν από πάνω, τα αθλητικά παπούτσια, ντυμένο καλά γιατί ακόμα κάνει ψύχρα. Ρουφά καφέ, φυσάει ψηλά τον καπνό από το τσιγάρο.
Σε λίγο η άλλη. Με τη ρόμπα, ένα σάλι πλεχτό, κι αυτή με ένα φλιτζάνι καφέ στα χέρια και πάει και κάθεται στην πιο βαθιά γωνία της βεράντας για να μην κρυώνει. Καθώς σηκώνεται ο ήλιος θα ζεστάνει, θα πετάξουν τα πουλιά στα κλαδιά των πεύκων και των κυπαρισσιών, στα σύρματα που ενώνουν τις κολόνες. Από κει παρατηρούν ό,τι κινείται στο έδαφος. Βλέπουν εμένα στη γωνιά του κήπου να βολτάρω γύρω από τον λάκκο της ελιάς, περνώντας κάθε φορά μέσ’ από τον άλλο λάκκο που ήρθε εκείνος κι έσκαψε προχθές δίπλα στον φράχτη.
Μια γάτα παρδαλή περνάει ανάμεσα στις τραβέρσες της αυλόπορτας και μπαίνει στον κήπο. Με κοιτά μ’ επιφύλαξη, αλλά πάντα οι γάτες μ’ επιφύλαξη κοιτάν όποιον κοιτάνε. Περνά συχνά πυκνά από δω. Από το σπίτι της ρίχνουν αποφάγια και την ταΐζουν. Και μάλλον της έχει μυρίσει από τον φράχτη η οικογένεια του ποντικού και η οικογένεια της σκαντζοχοιρίνας. Αλλά μ’ αυτή την τελευταία δεν μπορεί να τα βάλει η γάτα.
Ο καιρός έχει φτιάξει. Λένε πως κάθε χρόνο, σχεδόν πάντα κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες φτιάχνει ο καιρός. Σίγουρα έχει έρθει η άνοιξη. Και σίγουρα πλησιάζει καλοκαίρι με τον καυτό ήλιο που σ’ αναγκάζει ν’ αποζητάς τη σκιά κάτω από τις συκιές, τα πεύκα, τα μικρά έλατα του νησιού και τους πέτρινους φράχτες στα χωράφια.
Σε λίγο βγαίνει στη βεράντα και ο μικρός. Πάει από τον έναν στον άλλο, του χαϊδεύουν το σγουρό κεφάλι του και τον λένε «προβατάκι» τους. Έχει φέρει μαζί του ένα βαθύ πιάτο με γάλα, που μυρίζει πολύ διαφορετικά από αυτό που ξέρω εγώ, και ένα τετράγωνο κουτί χρωματιστό που το ανοίγει, το γέρνει πάνω απ’ το πιάτο του κι αδειάζει μέσα κάτι χρυσοκίτρινα φλούδια, τ’ ανακατεύει και τα τρώει με το κουτάλι.
 Όταν αυτό τελειώνει θα κατέβει τα τρία σκαλιά της βεράντας και θα τρέξει κοντά μου, στη γωνιά του φράχτη, θ’ αρχίσει να μου μιλάει και στο τέλος θ’ απλώσει το χέρι στο κεφάλι μου, μετά στη ράχη μου και τέλος θα δοκιμάσει να με καβαλήσει, αλλά ούτε εκείνος ούτε εκείνη θα τον αφήσουν να το κάνει. Του βάζουν τις φωνές.
Τότε ο μικρός περιορίζεται να με χαϊδολογάει και να μου λέει διάφορα. Όταν βαριέται μ’ αφήνει και γυρνά στο σπίτι. Εκείνη ετοιμάζεται για ψώνια. Του λέει να πάει μαζί της. Ο μικρός θέλει να παίξει, να μείνει σπίτι, να μη βγει έξω να τρέχει μαζί της για δουλειές. Ο πατέρας του επιμένει, «Θα πας» του λέει, «η μάνα σου χρειάζεται βοήθεια, ένα σωρό πράγματα έχει να ψωνίσει. Τι άντρας είσαι;». Απ’ ό,τι ακούω, γίνεται μεγάλη συζήτηση, όλοι επιμένουν και στο τέλος ο μικρός κατεβάζει το κεφάλι του και μπαίνει μέσα για να ντυθεί.
–Τελικά θα ’ρθει η Καίτη με τον Νίκο ή δεν θα ’ρθει; Δεν πρέπει να ξέρουμε πόσους νοματαίους θα ταΐσουμε πασχαλιάτικα; γκρινιάζει εκείνη.
–Δεν έχει και τόση διαφορά, την κόβει κακόκεφος. Τι οκτώ τι δέκα. Τόσοι θα ’μαστε. Και πέρσι τα ίδια έγιναν. Πες δέκα να ’σαι μέσα.
Σηκώνεται από την πάνινη πολυθρόνα, τεντώνεται βαριεστημένος και κοιτά προς το μέρος μου. «Κοίτα να δεις! Ν’ αργήσετε, έτσι; Μη μου ’ρθεις σε είκοσι λεπτά και δει ο μικρός…».
 –Θ’ αργήσω ούτως ή άλλως, λέει αυτή και μπαίνει μέσα να ντυθεί.
Αλέξης Πανσέληνος
Σε λίγη ώρα ακούω την πίσω πόρτα του σπιτιού που ανοίγει και κλείνει. Φεύγουν για ψώνια. Τα βήματα αντηχούν στον χωματόδρομο κι όλο ξεμακραίνουν μέχρι που σβήνουν. Πάλι ησυχία. Πάλι τα πουλιά, η γάτα έχει κουλουριαστεί στο σκιερό πεζούλι της βεράντας και κοιμάται, κι εγώ φέρνω ακόμα δυο-τρεις γύρους την ελιά κι αναρωτιέμαι τι θα φάω και σήμερα.
Μετά τον βλέπω πάλι στη βεράντα. Φοράει ποδιά. Κοιτάζει προς τα εδώ κι έπειτα κατεβαίνει κι έρχεται κοντά. Το χέρι του μικρού χαϊδεύει πιο καλά από το δικό του που είναι τραχύ. Και ύστερα ο μικρός μου μιλά διαρκώς σαν να περιμένει να του απαντήσω.
–Α, ρε Διαμαντή, λέει τότε ο άντρας. Α, ρε Διαμαντή. Ως εδώ ήτανε. Πάει, τέλειωσε.
Το χέρι του στο κεφάλι μου. Το άλλο του χέρι στην κωλότσεπη. Έπειτα βλέπω πως κρατά μαχαίρι με κάμα λοξή, ακονισμένη, κοφτερή, που λάμπει για μια μόνο στιγμή στον ολόλαμπρο, στον ζεστό ήλιο της άνοιξης.
ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου