Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΙΑ (1892)

(Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)


"…Την τελευταίαν εσπέραν της Τυρινής του έτους 188... εχόρευσαν τόσον εις του κυρ Ζαχαρία, ώστε ήτο φόβος μη πέσει το σαθρόν σκωληκόβρωτον πάτωμα της παμπαλαίου οικίας επί των κεφαλών της κυρα-Κατίγκως της Χρίσταινας, της γραίας Βασιλικής της Λεμονούς και της Σταματούλας της Γεμενίτσας, το μόνο μέσον δι' ου αι τρεις αύται θα έπαυον διά πάντοτε τους καθημερινούς καυγάδες των.
Η ανατολική θύρα της οικίας δεν επρόφθανε ν' ανοίγει και να κλείει. Εισήρχοντο κατά ζεύγη, κατά ομάδας, άνδρες, γυναίκες, μετημφιεσμένοι και άλλοι, προσωπίδες και πρόσωπα. Έτριζεν η θύρα με τους στροφείς, εστέναζε το πάτωμα, αντήχει ο διάδρομος, εβόμβει η αίθουσα από το πλήθος των προσκεκλημένων. Αι δύο νεάνιδες δεν επρολάμβανον να τρέχωσιν ανά παν δεύτερον ή τρίτον λεπτόν εις την θύραν, προϋπαντώσαι τους ερχομένους, ή προπέμπουσαι τους τυχόν απερχομένους, να επιστρέφωσιν εις την αίθουσαν, περιποιούμεναι τους μένοντας, να μεταβαίνωσιν εις τα δωμάτια, ανταλάσσουσαι ομιλίας με τους οικειοτέρους. Και ο χορός έπαυε και ανενεούτο κάθε δέκα λεπτά.
Η Κούλα εχόρευεν ως να είχε πτερά εις τους πόδας, εκλέγουσα αυτή δια νεύματος τους συγχορευτάς της, επιτρέπουσα ως βασίλισσα να την παρακαλέσωσι να χορεύσει. Η Μέλπω εδέχετο πάσαν πρόσκλησιν, συμπονετική, μη θέλουσα ν' απορρίψει κανενός την παράκλησιν. Και η αυλή και η κλίμαξ εφεγγοβόλει, και από όλα τα παράθυρα εξήρχοντο ήχοι μουσικής, ως να ήτο η οικία όλη γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονίως ηχούν εκεί εις το ανασηκωμένον κράσπεδον της παλαιάς πόλεως. Και όταν επί μίαν στιγμήν έπαυον τυχόν οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξωθεν της αυλής ηκούετο μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών της γειτονιάς, όσοι διά τινα αφορμήν δεν ήσαν δεκτοί ν’ ανέλθωσιν εις την πολυθόρυβον και φιλόκοσμον οικίαν. Τότε η Κούλα ύψωνε αορίστως το υγρόν όμμα εις το κενόν, ενώ η Μέλπω ηκούετο ψιθυρίζουσα με τους οδόντας της: «Οι καημένοι!»
Ερρέμβαζεν εξηπλωμένος επί της κλίνης του, ο Σπύρος ο Βεργουδής, πτωχός σπουδαστής, πρωτοετής της φιλοσοφικής σχολής, όστις και αν ήθελε να εισέλθει εις τον κόσμον δεν είχε τα μέσα….
…Αλλ' ιδού ακούει κάτω από τας πόδας το και άλλον θόρυβον και άλλην διασκέδασιν. Εχόρευον τον συρτόν ή τον καλαματιανόν, κι ετραγουδούσαν το «Μαύρο γεμενί» και το «Μύλο της θειας μου της Κοντύλως».
Υπό τους πόδας του ακριβώς, κατώκει εις το ισόγειον η Σταματούλα η Γεμενίτσα μετά της ψυχοκόρης της, της Μαρουσώς. Φαίνεται ότι την εσπέραν εκείνην είχαν κάμει αγάπην και αι τρεις, με την Λεμονού και την Χρίσταιναν, μετά της Φρόσως και της Γεώργαινας και του συζύγου της, και είχαν αποφασίσει «ν' αποκρέψουν» ομού. Τώρα δε, αφού έφαγαν, είχαν στήσει και αυταί τον χορόν, είς ανήρ και πέντε γυναίκες, με τρία μικρά παιδία. Ενωρίς ακόμη, όταν ο Σπύρος είχεν έλθει από το μαγειρείον, όπου έφαγε, μόλις ανέβη εις το δωμάτιον του, και ήναψε την λάμπαν, ακούει ελαφρόν κτύπον εις την θύραν του. Ο πρόδρομος ήτο ακόμη γαλήνιος, διότι δεν είχαν αρχίσει να επέρχονται τα κύματα των προσκεκλημένων. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι θα ήτο η κυρία Ζαχαρού, και ότι θα ήλθε δια να επαναλάβει προς αυτόν την πρόσκλησιν, ήν του είχαν κάμει ήδη αι κόραι της. Εσπευσε ν' ανοίξει. Ηπατάτο, δεν ήτο η γραία. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. Ήτο δευτέρα ή τρίτη φορά καθ' ην η μικρά ανέβαινεν εις το δωμάτιόν του. Είχεν έλθει άλλας δύο φοράς δια να λάβει τα προς πλύσιν ενδύματα του, ή δια να φέρει πλυμένα δια των χειρών της θετής μητρός της. Και την φοράν ταύτην, ο Σπύρος ενόμισεν ότι ήλθε να του ζητήσει ρούχα, και ήτο έτοιμος να την ερωτήσει: «Θα πλύνει αύριο η μάννα σου, Καθαρή Δευτέρα;» Αλλ' η κορασίς, προλαβούσα, του λέγει:
- Κύριε Σπύρο, είπ' η μητέρα μου, δεν κοπιάζεις κάτω, ν' αποκρέψουμε, αν αγαπάς;...
… Ήθελε να είπει ναι, και έλεγεν όχι. Δεν του εφαίνετο αξιοπρεπές να υπάγει «ν' αποκρέψει» με την πλύστραν του, άλλως δε θα τον έτυπτεν η συνείδησις, διότι ο μετά τόσων γυναικών, ων τινες ήσαν νέαι, συγχρωτισμός δεν θα ήτο ακίνδυνος δι' αυτόν, και η πρόθεσίς του, αν εδέχετο την πρόσκλησιν, αδύνατον να ήτο αθώα. Μάλλον θα επροτίμα να φιλήσει εκεί εις τα κρυφά την μικράν κορασίδα, την οποίαν απερισκέπτως έστελλε προς αυτόν η ψυχομάννα της, αλλά δεν ήτο τολμηρός, ούτε απολύτως διεφθαρμένος.
Απέπεμψε την παιδίσκην αλώβητον, και αυτός εξηπλώθη φιλοσοφικώς επί της σκληράς μαθητικής στρωμνής του. Ευχαριστήθη, διότι ενίκησε τον πειρασμόν, ήτο ήσυχος τώρα, σχεδόν ευτυχής. Ιδού λοιπόν ότι τα τρία εμπόλεμα μέρη του ισογείου είχαν ειρηνεύσει, και συνήλθον ομού να εορτάσωσι την τελευταίαν νύκτα της Τυρινής. Καλά που το επήραν πονηρά, εσκέπτετο ο Σπύρος, κι εξέλεξαν ως τόπον της διασκεδάσεώς των το οίκημα της Σταματούλας, ακριβώς υπό το δωμάτιον το ιδικόν του, διότι αν κατέρρεεν αίφνης το πάτωμα του ανωγείου υπό το βάρος των χορευτών, εκεί ήτο ελπίς να γλυτώσουν, εκτός αν έπιπταν και οι τοίχοι, και τότε ψυχή δεν θα εσώζετο. «Τι ωραία, τι αφελή έθιμα έχει ο ελληνικός λαός, διενοείτο ο Σπύρος. Ιδού ότι τρεις οιονεί οικογένειαι, ενώ όλον τον χρόνον ήσαν εις διάστασιν, απεφάσιζαν την τελευταίαν ημέραν της Απόκρεω να φιλιωθώσι, δια να εορτάσωσι ομού την νύκτα της τυροφαγίας. Δια τους μεν (τι τα θέλετε;) ο βίος αυτός είναι διηνεκής Απόκρεως, δια τους δε είναι μακρά και θλιβερά σαρακοστή. Ευτυχώς λαμβάνει πέρας! Ως όασις εν τη ερήμω ας είναι τουλάχιστον διά τους δευτέρους η νύξ αύτη της Απόκρεω!» Και αυτός οδοιπόρος ήτο εις την ματαιότητα του κόσμου. Και δι' αυτόν η ζωή ήτο ανήφορος ατελείωτος, και οδός τραχεία και μακρά τεσσαρακοστή. Πότε θα έφθανεν εις το τέρμα; Ισως να εδειματούτο από μορμολύκεια της φαντασίας του, αλλ' εμαντεύετο δυσοίωνα περί του μέλλοντός του• το μόνον καλόν ήτο ότι εφιλοσόφει εκ προκαταβολής δια πάν το αποβησόμενον ως προς αυτόν.
Εκ των ρεμβασμών του τον απέσπασε τραχεία φωνή γέροντος, αναμειχθείσα εις τον χορόν τον υποκάτω των ποδών του, εις το οίκημα της Σταματούλας.
Η φωνή βραχνή και μετά ιδιαζούσης προφοράς έψαλλε:

Πώς το τρίβουν το πιπέρι,
του διαβόλου οι καλογέροι!

Το αποκριάτικον δίστιχον του μπάρμπ' Αντώνη, το επανέλαβεν ευθύς ύστερον δροσερά γλυκεία φωνή νεάνιδος, την οποίαν ο Σπύρος ανεγνώρισε επίσης. Ήτο η φωνή της Φρόσως, της αδελφής της κυρα-Χρίσταινας. Την είχε ερωτευθεί πρό τινος χρόνου την χλωμήν λεπτοφυή κόρην, την πτωχήν κι εργατικήν, την είχεν ερωτευθεί ως ηρωτεύετο σήμερον την Κούλαν, με πλατωνικόν έρωτα. Τόσον ολίγον μάλιστα την επλησίασεν, ώστε κατ' αρχάς ηγνόει και τ' όνομά της. Ήκουεν εις το ακρινόν διαχώρισμα του ισογείου δύο ονόματα γυναικών. Φρόσω και Κατίναν, Κατίναν και Φρόσω. Αυτός Φρόσω ενόμιζε την κυρα-Χρίσταινα και Κατίναν ενόμιζε την αδελφήν της. «Επήρε την Φρόσω για Κατίγκω», ως έλεγεν αργότερα ο ίδιος. Και εις τους στίχους τους οποίους έγραψε δι' αυτήν (διότι έγραφε, φεύ! και στίχους, τους οποίους ευτυχώς δεν εδημοσίευε) την ωνόμαζε, καλή τη πίστει, Κατίναν.

Ειπέ μου, τι τους έκαμες Κατίνα ρημασμένη!
Πώς κάθε όμμα βάσκανον εσένα μόνο βλέπει,
και κάθε γλώσσα διά σε λαλεί φαρμακωμένη;
Α! όχι τούτο διά σε, Κατίνα μου, δεν πρέπει...

Αν υπανδρεύθης, έκαμες κακόν; Θεός φυλάξει!
Ομοίως υπανδρεύονται όλοι οι φτωχοί, Κατίνα,
κι οι μαύρες σου γειτόνισσες, η τύχη σαν αλλάξει,
που λέγουν τόσα διά σε, κι εβόιξ' η Αθήνα.
......................................................................
Την συμφορά που πέρασες και την ζωή που ζούσες
την μέτρησες με βάσανα, την πλήρωσες με μίση
σκυμμένη πάντα προς την γην, ως να παρακαλούσες
την Μοίραν να σε σπλαχνισθεί και να σε βοηθήσει.
........................................................................
Στον δρόμον χθες της μάμμης σου μ' αντάμωσεν η φίλη
μιά καλή νοικοκυρά, κι ετάνυσε το στόμα,
και δια σέν' αγλύκαντα και διαστρεμμένα ωμίλει.
Χαίρε, Κατίνα! κι οι γριές σ' εζήλεψαν ακόμα...

Εις το τρίτον τετράστιχον υπηνίσσετο το επάγγελμα της κόρης, βοηθούσης εις την πλύσιν την αδελφήν της. Εις το τελευταίον απόσπασμα η γραία, περί ης γίνεται λόγος, ήτο ίσως αυτή η Βαγγελή η Λεμονού. Σημειωτέον ότι η κόρη είχε υπανδρευθεί, αλλ' είχεν αρραβωνισθεί πρό τινος χρόνου μικροκάπηλον τινα, όστις πληροφορηθείς ότι δεν είχε μετρητά, την παρήτησεν, αφού δωρεάν την εξέθεσεν εις τας κακολογίας των φιλοψόγων γυναίων. Αλλ' ο Σπύρος, όστις εθεώρησε κατ' αρχάς τον γάμον βέβαιον κι έγραφεν εις τους στίχους του ότι η κόρη «υπανδρεύθη», ελυπήθη διά την διάλυσιν του συνοικεσίου όσον εθλίβη κατ' αρχάς διά τον αρραβώνα, διότι, εν τω μεταξύ, έπαυσε πλέον να την αγαπά, και ηρωτεύθη αντ' αυτής την Κούλαν, ήτις άδηλον αν ηγάπα τινά, αλλ' αυτόν βεβαίως όχι... Και όμως, την νύκτα ταύτην, η φωνή της νεάνιδος, με όλον το σατυρικόν του άσματος, τον συνεκίνησε... Και έπλαττε κατά φαντασίαν ολόκληρον ειδύλλιον ουδέποτε μελλούσης να πραγματοποιηθή συμβιώσεως μετά της νεαράς πλυντρίας, ήτις δεν εφαίνετο άμοιρος αισθημάτων τρυφερών…"

(Απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ολόκληρο το διήγημα θα το βρείτε ΕΔΩ!)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου