Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Αναγνώστης λογοτεχνίας…

… είδος υπό εξαφάνιση; 

Παρότι ο εικοστός υπήρξε ο αιώνας που αποθέωσε τη λογοτεχνία, με την έννοια ότι ποτέ πριν το λογοτεχνικό φαινόμενο δεν μελετήθηκε σε τόση έκταση και τόσο συστηματικά, σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, εξακολουθούμε... να μην γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η λογοτεχνία. Η αμηχανία μας αυτή συχνά καλύπτεται πίσω από παρωχημένες έννοιες (π.χ. «λογοτεχνικότητα», «λογοτεχνικό ύφος»), απότοκα παλιότερων προσεγγίσεων, που έχουν δεκαετίες τώρα ατονήσει στον κριτικό διάλογο.
Άλλοτε, όλο και σπανιότερα είναι η αλήθεια, ορίζουμε το φαινόμενο δια της ατόπου απαγωγής, οπότε κάνουμε λόγο για «παραλογοτεχνία», εξοβελίζοντας έτσι εκτός λογοτεχνικού σώματος όσα έργα δεν πληρούν ορισμένες, αυθαίρετες ως επί το πλείστον, «ποιοτικές» προϋποθέσεις. Συχνότερα, η κριτική μας αμηχανία ξεπερνιέται με τη χρήση πιο ανώδυνων όρων όπως «ελαφρά λογοτεχνία» ή με αναφορές στο φύλο ή την κοινωνική ομάδα την οποία υποτίθεται ότι εκφράζει ένα πεζογράφημα, π.χ. «γυναικεία», «γαλάζια», «γκέι» λογοτεχνία κ.ο.κ.
Μολαταύτα, παρά δηλαδή τη ρητή ή άρρητη παραδοχή μας ότι μιλώντας για τη λογοτεχνία δεν ξέρουμε ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάμε –κι αυτό είναι ίσως ένα από τα λιγοστά διαχρονικά χαρακτηριστικά της–, υπάρχει ένας παράγοντας που αν εκλείψει δεν θα διακυβεύεται απλώς η «αντικειμενική» μας γνώση γύρω από αυτή, αλλά η ίδια ως αντικείμενο: ο παράγοντας αυτός λέγεται αναγνώστης λογοτεχνίας.
Και πράγματι: η ύπαρξη της λογοτεχνίας προϋποθέτει τη «σύμπτωση» μεταξύ ενός κειμένου, που έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, κι ενός αναγνώστη που έχει αποδεχτεί ότι ο τρόπος με τον οποίο θα προσεγγίσει αυτό το κείμενο θα είναι «λογοτεχνικός» Θα λαμβάνει δηλαδή υπόψη του ορισμένα γνωρίσματα τα οποία, παρότι δεν μπορεί να τα ορίσει επακριβώς, αναγνωρίζει ότι διαφοροποιούν το λογοτεχνικό κείμενο από την εφημερίδα ή τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ο αναγνώστης αυτός αποδέχεται, παραδείγματος χάριν, ότι μπορεί μια ιστορία να ξεκινάει με τον κεντρικό ήρωα να έχει μεταμορφωθεί σε «κατσαρίδα», δίχως αυτό να την κάνει λιγότερη «αληθινή» ή «πειστική». Αποδέχεται, επίσης, ότι ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να έχει πολλαπλά νοήματα και συνδηλώσεις, ακόμη και αντιφατικά μεταξύ τους, κι ότι η λογοτεχνία από αυτή την άποψη μοιάζει περισσότερο με τα όνειρα, όπου η ισορροπία ανάμεσα στις συνήθεις λογικές αντιθέσεις διαταράσσεται, παρά με την ιδέα της πραγματικότητας έτσι όπως την καταγράφουν οι δημοσιογραφικές αφηγήσεις.
Τι θα συνέβαινε ωστόσο αν αυτός ο αναγνώστης έπαυε να δίνει τη συναίνεσή του, αν αρνιόταν, συνειδητά ή όχι, να τηρήσει τη «συμφωνία»; Αν δηλαδή σταματούσε να εκχωρεί στο λογοτεχνικό κείμενο τη λεγόμενη «ποιητική αδεία», να του παρέχει την πίστωση χρόνου που χρειάζεται για να δώσει τους χυμούς του;
Μπορεί άραγε να υπάρξει λογοτεχνία χωρίς αναγνώστες διαθέσιμους να της αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητές της, μεταξύ των οποίων είναι ενδεχομένως η ανορθόδοξη χρήση της γλώσσας, η αφαίρεση, η διακειμενικότητα, η πολυσημία κ.ά; Κι αν πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα, αν δηλαδή ο παραδοσιακός αναγνώστης λογοτεχνίας αποτελούσε «είδος υπό εξαφάνιση», θα υπήρχε τότε λόγος, ως αναγνωστική κοινότητα ή ως πολιτεία, να κάνουμε κάτι για τη «διάσωσή του»;
(Κώστας Κατσουλάρης/http://www.bookpress.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου